(ο)λιγούτσικος

(ο)λιγούτσικος
η , ο[ν] см. ολιγοστός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "(ο)λιγούτσικος" в других словарях:

  • λιγούτσικος — και ολιγούτσικος, η, ο πολύ λίγος, ελάχιστος …   Dictionary of Greek

  • δαμίτσικος — η, ο ελάχιστος, λιγούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμίτσιν, υποκοριστικό του δαμίν] …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ολιγούτσικος — και λιγούτσικος, η, ο [ολίγος] πολύ λίγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»